-
1 νοεω
[νόος] тж. med. (aor. ἐνόησα - эп. νόησα и ион. ἔνωσα, pf. νενόηκα - ион. νένωκα; pass.: aor. ἐνοήθην - ион. ἐνώθην, редко ἐνοησάμην, pf. νενόημαι; ион. pf. νένωμαι, 3 л. pl. ppf. ἐνένωτο)1) (тж. ν. ὀφθαλμοῖς и ἐν ὀφθαλμοῖς Hom.) воспринимать (зрением), замечать(οὔπω τοίους ἵππους ἴδον οὔδ΄ ἐνόησα Hom.)
2) (тж. θυμῷ ν. Hom.) постигать мысленно, представлять себе(νοούμενος τὰ λοιπὰ τοῦ βίου Soph.)
νοεῖσθαι μέν, ὁρᾶσθαι δ΄ οὔ Plat. — постигаться мыслью, но не очами3) (тж. ν. φρεσί, ἐν φρεσί, μετὰ φρεσί и κατὰ φρένα Hom.) мыслить, думать, обдумыватьὀρθὰ ν. Her. — думать правильно, быть правильного мнения;
ἄλλα νοεῦντες Her. — думая иное;τῷ νοῆσαι δεινότατος Plut. — весьма рассудительный4) придумывать, затевать, замышлять(ἐσθλά τινι Hes.; κακόν τινι Her.; κατακτεῖναί τινα Soph.)
5) полагать, думать, считать(τόδε γὰρ νοῶ κράτιστον Soph.)
6) значить, означать(σκέψασθαι, τί καὴ νοεῖ τὸ ὄνομα Plat.)
См. также в других словарях:
νοώ — (I) έω και νογάω και νογώ (ΑΜ νοῶ, έω, Α αιολ. τ. νόημι) [νούς] 1. συλλαμβάνω με τον νου, αντιλαμβάνομαι («οὐδ ἐνόησε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω λογικούς συλλογισμούς, σκέπτομαι, στοχάζομαι, διανοούμαι νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ.… … Dictionary of Greek